διατρυπᾷ

διατρυπᾷ
διατρυπάω
bore through
pres subj mp 2nd sg
διατρυπάω
bore through
pres ind mp 2nd sg (epic)
διατρυπάω
bore through
pres subj act 3rd sg
διατρυπάω
bore through
pres ind act 3rd sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ακροπόρος — (I) ἀκροπόρος, ον (Α) 1. αυτός που περνά μέσα από κάτι, που διατρυπά με την αιχμή 2. (προπαροξ.) ακρόπορος αυτός που έχει άνοιγμα στην άκρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + πόρος < πείρω]. (II) ἀκροπόρος, ον (Α) εκείνος που ανεβαίνει ψηλά. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • αποκέντησις — ἀποκέντησις, η (Α) το να διατρυπά κάποιος κάτι …   Dictionary of Greek

  • γυιοτόρος — γυιοτόρος, ον (Α) αυτός που διατρυπά τα μέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυίον + (θ.) τορ , έτορον, αόρ. β πρβλ. ενεστ. τορέω «διατρυπώ», τείρω «θλίβω, ταλαιπωρώ» (πρβλ. διάτορος, ρινοτόρος, χαλκότορος)] …   Dictionary of Greek

  • διάτορος — διάτορος, ον (AM) 1. διατρυπημένος πέρα ώς πέρα, διάτρητος 2. αυτός που διατρυπά 3. (για ήχο) οξύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < δια + *τόρος < (θ.) τορ τού τορείν (απρμφ. αορ. τού τείρω*] …   Dictionary of Greek

  • διαπεραστικός — ή, ό 1. αυτός που διαπερνά, που διατρυπά, διεισδυτικός 2. (για κρύο) τσουχτερός, δριμύς 3. (για φωνή) οξύς και συνήθως ενοχλητικός …   Dictionary of Greek

  • διατρητικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διάτρηση 2. αυτός που μπορεί να διατρυπά. 3. φρ. «διατρητική μηχανή» μηχανή με πληκτρολόγιο το οποίο συνδέεται με συγκρότημα διατρητικών ακίδων, για τη διάτρηση δελτίων κατά τη μηχανογράφηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ …   Dictionary of Greek

  • μυρμηκολέων — (myrmeleon formicarius). Έντομο της οικογένειας των μυρμηκολεοντιδών της τάξης των νευροπτέρων. Όταν πάρει την οριστική όψη του ο μ. έχει μήκος 4 εκ., κοιλιά μακριά και λεπτή και δύο ζεύγη διαφανών πτερύγων που το κάνουν να μοιάζει με τις… …   Dictionary of Greek

  • πεταλούδα — I Ακμαίο στάδιο των λεπιδόπτερων. Είναι έντομο με μικρό κεφάλι, αλλά ιδιαίτερα αναπτυγμένο κατά την έννοια του πλάτους τα πλευρικά μάτια είναι σύνθετα, μεγάλα και αποτελούνται από πολυάριθμα ομματίδια ή απλά μάτια (μέχρι 27.000 στη σφίγγα του… …   Dictionary of Greek

  • ρινοτόμος — ον, Α αυτός που διατρυπά τις δερμάτινες ασπίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥινός «δέρμα» + τόμος (< τέμνω), εφόσον δεν πρόκειται για εσφ. γρφ. αντί ῥινοτόρος] …   Dictionary of Greek

  • ρινοτόρος — ον, Α (για τον Άρη) αυτός που διατρυπά τη δερμάτινη ασπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥινός «δέρμα» + τόρος (< θ. τορ του αορ. τορ εῖν τού τείρω «τρυπώ»), πρβλ. χαλκό τορος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”